- γωνιακός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που βρίσκεται σε γωνία: Το γωνιακό μαγαζί είναι του αδερφού μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γωνιακός — ή, ό αυτός που βρίσκεται στη γωνία … Dictionary of Greek
γωνιακόν — γωνιακός angular masc acc sg γωνιακός angular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γωνιακούς — γωνιακός angular masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γωνιακήν — γωνιακός angular fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γωνιακῶς — γωνιακός angular adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναγκώνιος — ἐναγκώνιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στον αγκώνα («εναγκώνιος φλέψ», Σωρ.) 2. αυτός που έχει τη μορφή αγκώνα, ο όμοιος με αγκώνα, γωνιακός («ἐναγκώνιον σχῆμα τῆς χειρός», Μάρκελλ.) … Dictionary of Greek
επιγώνιος — ἐπιγώνιος, ον (Α) 1. γωνιακός («λίθον... τῇ ἐπιγωνίῳ κεφαλῇ ἁρμοζόμενον», Γρηγ. Νύσσ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιγώνια οι ακρογωνιαίοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γών ιος (< γωνία)] … Dictionary of Greek
γωνιακάς — γωνιακά̱ς , γωνιακός angular fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)